-
1 τέλος
[тэлос] ουσ. о. конец, окончание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τέλος
-
2 конец
-нца α.1. τέλος, τέρμα, πέρας•месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•
-песни τέλος του τραγουδιού•
без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•
при - жизни προς το τέλος της ζωής•
доводить до -а φέρω σε πέρας•
от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•
-нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.
2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.
3. θάνατος•тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.
4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.εκφρ.до -а – ως το τέλος•под -ом – προς το τέλος•из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•нет -а – δεν υπάρχει τέλος•-а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•- ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•- ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε. -
3 исход
-а α.1. παλ. έξοδος•исход евреев из Египта η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο.
2. τέλος, έκβαση, απόληξη, πέρας•роковой -дела μοιραίο τέλος της υπόθεσης•
исход соревнования το αποτέλεσμα της άμιλλας•
год подходит к -у ο χρόνος πλησιάζει να βγεί•
-боя η έκβαση της μάχης•
на -е дня στο τέλος της μέρας•
счастливый исход ευτυχής έκβαση•
в -е στο τέλος, κατά το τέλος•
на -е στο τέλος•
дать исход чему δίνω τέλος (τέρμα) σε κάτι.
-
4 конец
кон||ецм1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):\конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι. -
5 заключение
заключение с 1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο η υπογραφή (подписание) 2) (окончание) το τέλος в \заключение στο τέλος 3) (вывод) το συμπέρασμα я сделал \заключение, что... έβγαλα το συμπέρασμα ότι... 4) (тюремное) η φυλάκιση* * *с1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο; η υπογραφή ( подписание)2) ( окончание) το τέλοςв заключе́ние — στο τέλος
3) ( вывод) το συμπέρασμαя сде́лал заключе́ние, что… — έβγαλα το συμπέρασμα ότι…
4) ( тюремное) η φυλάκιση -
6 доиграть
παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доигранный, βρ: -ран, -а, -оρ.σ.μ.αποπαίζω, αποτελειώνω το παιγνίδι, παίζω ως το τέλος•доиграть пьесу παίζω ως το τέλος το θεατρικό έργο•
доиграть партию в шахматы παίζω ως το τέλος την παρτίδα στο σκάκι.
1. παίζω ώσπου•дети доигрались до ссоры τα παιδιά έπαιξαν τόσο που στο τέλος μάλωσαν.
2. μτφ. την παθαίνω, την πατώ•вот и -лся! 'να που την πάτησες!
-
7 докрутить
-кручу, -крутишьρ.σ.μ.αποστρίβω, τελειώνω το στρίψιμο στρίβω ως το τέλος•докрутить нитки στρίβω τις κλωστές ώσπου δεν παίρνει άλλο•
докрутить гайку στρίβω το παξιμάδι ως το τέλος.
1. περιτυλίγομαι ως ένα σημε ίο ή ως το τέλος.2. περιστρέφομαι., βιδώ ως ένα σημείο ή ως το τέλος. -
8 исход
исходм ἡ £κβαση [-ις], τό τέλος, τό ἀποτέλεσμα:\исход боя ἡ Εκβαση τῆς μάχης· к \исходу дня στό τέλος τῆς ἡμέρας· день уже на \исходе βραδυάζει· быть на \исходе ἐξαντλούμαι, φθάνω στό τέλος. -
9 окончание
окончаниес1. (завершение) ἡ ἀποπε-ράτωση [-ις], τό τελείωμα, τό τέλος / ἡ λήξις προθεσμίας (срока):по \окончаниении учебы μετά τήν ἀποπεράτωση τών σπουδών μου· по \окончаниении университета ὀταν τελειώσω τό πανεπιστήμιο· по \окончаниении концерта μόλις τελειώσει ἡ συναυλία· быстрое \окончание ἡ γρήγορη ἀποπεράτωση·2. (заключит, часть, конец чего-л.) τό τέλος:\окончание следует ἐπεται τό τέλος·3. грам. ἡ κατάληξη [-ις]· -
10 день
дня α.1. μέρα, ημέρα•солнечный день ηλιόλουστη μέρα•
буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•
рабочий день εργάσιμη μέρα•
праздничный день γιορτινή μέρα•
наступит день θά έρθει η μέρα•
следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•
санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.
2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.
3. ημερομηνία. || γιορτή•день печати μέρα του τύπου•
день радио μέρα του ραδίου•
день артиллерии μέρα του πυροβολικού•
день победы μέρα της νίκης•
день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•
день рождения τα γενέθλια•
международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.
4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•в дни молодости στα νεανικά χρόνια•
в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.
|| ζωή•конец дней το τέλος των ημερών•
закат дней τό βασίλεμα της ζωής.
εκφρ.считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•третьего дня – προχτές•дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•день за день – μονότονα, στερεότυπα•изо дня в день – καθημερινά•ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•на дню – παλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•на днях – αυτές τις μέρες•не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•постный день – νηστήσιμη μέρα•несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει. -
11 итог
-а α.1. (λογστ.) άθροισμα, σύνολο.2. μτφ. αποτέλεσμα, τέλος•-и соревнования αποτελέσματα της άμιλλας•
печальный итог θλιβερό τέλος•
подводить -и βγάζω συμπεράσματα.
εκφρ.в -е – τελικά, στο τέλος, εν τέλει. -
12 окончание
-я ουδ.1. αποπεράτωση, αποτε-λείωση, τερματισμός.2. τέλος•окончание романа в следующем номере το τέλος του μυθιστορήματος στο επόμενο φύλλο του περιοδικού.
|| λήξη• πέρας•окончание срока λήξη της προθεσμίας•
по -ии года στο τέλος του χρόνου•
по -ии войны τελειώνοντας ο πόλεμος.
3. (γραμμ.) η κατάληξη•корень и окончание ρίζα και κατάληξη.
-
13 финал
-а α.1. τέλος, πέρας, φινάλε•пе-чэльный финал θλιβερό τέλος•
финал симфонии το τέλος της (μουσικής) συμφωνίας.
2. οι τελικοί αγώνες•выйти в финал βγαίνω στους τελικούς αγώνες.
-
14 клаузула
1. юр. о όρος, η ρήτρα, το κεφάλαιο 2. литер. το τέλος (του ποιήματος) 3. (в риторике) το κλείσιμο, το τέλος (του λόγου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клаузула
-
15 конец
1. (завершение чего-л.) η ολοκλήρωση, η αποπεράτωση, το τελείωμα, ο τερματισμός, το τέλος 2. (оконечность) το άκρο. - балки - δοκού- поршневого штока - βάκτρου εμβόλου 3(вывод провод) η εξαγωγή/το άκρο (καλωδίων και σωλήνων)4. мор. (верёвка, трос) το σύρμα, το σκοινί, το σχοινί, το παλαμάριбросательный - το ορμίδιο, το λεπτόσχοινο5. (предел, граница последний момент окончание чего-л.) το τέλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конец
-
16 окончание
1. (завершение) το τέλος, το ολοκλήρωμα 2. (конец чего-л.) το τέλος 3. (конец действия чего-л.) η λήξη, το τελείωμα 4. грам. η κατάληξη (της λέξης στις κλιτές γλώσσες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окончание
-
17 финал
1. (заключение, конец чего-л.) το τέλος 2 (муз., театр., литер.) το τέλοςτο φινάλε (ξεν.) 3 (в спорте) о τελικός (αγώνας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финал
-
18 закрытие
закрытие с 1) το κλείσιμο 2) (окончание) το τέλος, η λήξη* * *с1) το κλείσιμο2) ( окончание) το τέλος, η λήξη -
19 исход
исход м το τέλος, η έκβαση* \исход состязания το αποτέλεσμα των αγώνων* * *мτο τέλος, η έκβασηисхо́д состяза́ния — το αποτέλεσμα των αγώνων
-
20 конец
конец м 1) (окончание чего-либо.) το τελος \конец пути το τέρμα της πορείας* положить \конец. чему-л. βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω 2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή - в конце концов επιτέλους, τελικά* * *м1) ( окончание чего-либо) το τέλοςконе́ц пути́ — το τέρμα της πορείας
положи́ть коне́ц чему́-л. — βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω
2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή••в конце́ концо́в — επιτέλους, τελικά
См. также в других словарях:
Τέλος — (telos) (греч.) цель. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
τέλος — coming to pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τέλος — επίρρ. χρον., στο τέλος, τελικά: Τέλος ο θείος ήρθε. το ους, πληθ. τέλη, τα 1. το τελευταίο σημείο, τέρμα: Τέλος του έτους. 2. φόρος, δασμός: Δημοτικά τέλη καθαριότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαρούριον τέλος — ἐπαρούριον τέλος, το (Α) έγγειος φόρος … Dictionary of Greek
Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρα τέλος μακροῦ βίου. — См. Никто не счастлив прежде смерти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τέλει — τέλος coming to pass neut nom/voc/acc dual (attic epic) τέλεϊ , τέλος coming to pass neut dat sg (epic ionic) τέλος coming to pass neut dat sg τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg (attic epic) τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλη — τέλος coming to pass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέλος coming to pass neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мыт (пошлина) — (Τελος, muta, Mauth) пошлина в древней России. Сперва это слово означало место, где останавливались возы и лодки; затем оно стало родовым названием всех торговых и проезжих пошлин. С введением тамги торговое значение М. переходит к ней, и М.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона